Ἐκδήλῳ

Ἐκδήλῳ
Ἔκδηλος
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐκδήλῳ — ἔκδηλος conspicuous masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκδηλώνω — (AM ἐκδηλῶ, όω) καθιστώ έκδηλο κάτι, δείχνω κάτι σαφώς, φανερώνω («εξεδήλωσε την ευγνωμοσύνη του») νεοελλ. 1. παθ. (για πράγμ.) εμφανίζομαι, ξεσπώ («εκδηλώθηκε στάση») 2. μέσ. φανερώνω τίς προθέσεις μου («εκδηλώθηκε υπέρ τής βασιλείας») 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”